Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ (ΜΕΡΟΣ 74ο)


ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΜΟ


Σε αυτή τη σειρά των 3 άρθρων αναλύουμε από διάφορες όψεις Η διαδικασία ενός χωρισμού / διαζυγίου με την ελπίδα ότι, αν τελικά οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο αυτό, θα μπορούνε να περάσουν από αυτή την πολύ δυσάρεστη εμπειρία με έναν πιο δίκαιο και πολιτισμένο τρόπο, με τα λιγότερα αρνητικά συναισθήματα και προπαντός με τη λιγότερη ζημιά στα παιδιά. Παρόλα αυτά θέλουμε να εκφράσουμε την πεποίθησή μας ότι ο
γάμος είναι μια ιερή ένωση μεταξύ δυο ανθρώπων και προτείνουμε να το σκεφτούν πολύ καλά και να πάρουν κάθε πιθανό μέτρο -περιλαμβάνοντας αυτοανάλυση και πιο αποτελεσματική επικοινωνία- προτού φτάσουν στην απόφαση του χωρισμού.


… Μετά το ειδύλλιο αποφασίζεται ο γάμος. Από συναισθηματική άποψη το θέμα αφορά άλλο άρθρο, αλλά από νομική άποψη ο γάμος θεωρείται ότι είναι μία σύμβαση, περίπου όπως όλες οι άλλες. Για την ακρίβεια είναι η μόνη σύμβαση που δεν γίνεται δι' αντιπροσώπου, αλλά χρειάζεται οι μελλόνυμφοι να εμφανιστούν αυτοπροσώπως στον παπά ή/και στον δήμαρχο και να δηλώσουν ταυτόχρονα την πρόθεσή τους να γίνουν σύζυγοι, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προθεσμία, αμέσως εδώ και τώρα, ανεπιφύλακτα, αρκεί να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες εξαιρέσεις που δεν εμποδίζουν την τέλεση του γάμου, αλλά απλώς τον καθιστούν άκυρο ή ακυρώσιμο – αυτές οι εξαιρέσεις, ωστόσο, είναι σπάνιες και θα αναφερθούμε σε αυτές άλλη φορά.
Έτσι, ο γάμος - όπως άλλωστε κάθε άλλη σύμβαση – γεννά υποχρεώσεις και δικαιώματα. Πρώτα απ' όλα γεννά την υποχρέωση της συμβίωσης αλλά και την υποχρέωση της κοινής συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Δηλαδή, οι σύζυγοι πρέπει να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και με έναν
ιδιαίτερο, μάλιστα, όρο: κατά την εκπλήρωση των αμοιβαίων υποχρεώσεων τους, που πηγάζουν από τον γάμο, να ευθύνονται, έχοντας ως μέτρο την επιμέλεια που δείχνουν στις προσωπικές τους υποθέσεις. Εννοείται ότι η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία του καθενός. Αυτά ως προς τις υποχρεώσεις. Αλλά οι σύζυγοι έχουν και δικαιώματα. Πριν από όλα πρέπει να αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου. Εννοείται ότι αν ο ένας βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία (π.χ. άνοια ή φυλακή) αποφασίζει μόνος του ο άλλος. Είναι αυτονόητο, νομίζουμε, αλλά το προβλέπει ακόμη κι ο νόμος ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνονται με τρόπο που να μην εμποδίζεται η επαγγελματική και η υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός και να μην παραβιάζεται η
σφαίρα της προσωπικότητάς του.

Όλα αυτά τα ορίζει με σαφήνεια και καθαρότητα ο νόμος, ορίζοντας ωστόσο ταυτόχρονα και τις εξαιρέσεις τους ή τον περιορισμό τους, δηλαδή τις περιπτώσεις που υπάρχει κατάχρηση δικαιώματος, όταν είναι αδιαπραγμάτευτη η απαίτηση να τηρηθεί κατά γράμμα ο νόμος.

Για παράδειγμα, αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος το να αξιώνει ο ένας από τον άλλον να τηρεί την υποχρέωση για συμβίωση, όταν ο άλλος έχει επαγγελματικές υποχρεώσεις σε άλλους τόπους (π.χ. πλασιέ, εμπορικός αντιπρόσωπος) ή έχει πάρει μετάθεση από την υπηρεσία του σε άλλη πόλη (εκπαιδευτικός), ή είναι ναυτικός, και να γκρινιάζει ή να θεωρεί ότι αυτό είναι παραβίαση και αποτελεί λόγο διαζυγίου. Ασφαλώς υπάρχει και ο αντίλογος, ότι δηλαδή η μακρόχρονη ξεχωριστή διαβίωση (καμιά φορά σκόπιμα προκαλούμενη από τον έναν από τους συζύγους) αίρει την ουσία του γάμου, που είναι πάνω απ' όλα η κοινή συμβίωση. Όμως, όπως όλα τα θέματα στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, έτσι κι αυτό κρίνεται ατομικά και κατά περίπτωση.

Επίσης, ενώ είναι υποχρέωση και δικαίωμα των συζύγων να αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού τους βίου, συμβαίνει καμιά φορά κάποιος από τους συζύγους, είτε προφορικά και άμεσα, είτε σιγά σιγά και μέσα στην καθημερινότητα να έχει παραιτηθεί από ορισμένες κοινές αποφάσεις ή δραστηριότητες π.χ. τις συναλλαγές με τράπεζες, εφορίες και ταμεία, ή συνεργεία για αυτοκίνητα και εξοχικές κατοικίες. Αυτός, όμως, δεν είναι λόγος ώστε ο άλλος σύζυγος που έχει ξεφορτωθεί όλες αυτές τις λίγο πολύ ‘μπελαλίδικες’ συναλλαγές να κάνει διαρκώς κριτική στον άλλον για λάθος χειρισμούς ή λάθος αποφάσεις, να δείχνει απαξίωση στην προσωπικότητά του και να τον θεωρεί ανίκανο και κορόιδο, επειδή δεν έκανε το δικό του ή δεν έδρασε με βάση αυτό που είχε στο μυαλό του. Βεβαίως, είναι άλλο θέμα το να αποκλείεται με το "έτσι θέλω" ο ένας σύζυγος από τις κοινές αποφάσεις και να τις αναλαμβάνει συγκεντρωτικά ο άλλος, ως οικονομικά πιο ισχυρός ή πιο "ειδικός", αναλαμβάνοντας τη διαχείριση και όλες τις πρωτοβουλίες για την καθημερινή ζωή.

Θεωρώντας τον άλλον σύζυγο ανίκανο και αναποτελεσματικό, τον κάνει πραγματικά άβουλο και ανίκανο στις κοινές αποφάσεις, που πρέπει να λαμβάνονται και να εκτελούνται από κοινού. Ωστόσο, επειδή αυτό μειώνει την προσωπικότητα του συζύγου που έχει αποκλειστεί ή περιθωριοποιηθεί, ακόμη και με το αντάλλαγμα του
βολέματος και του εφησυχασμού, κατά κανόνα αυτός νιώθει ότι αυτό εμπεριέχει απόρριψη και υποτίμηση, με αποτέλεσμα συχνές γκρίνιες και καυγάδες, που μπορεί να δυναμιτίσουν τα θεμέλια του γάμου.
Είναι σαφές βέβαια ότι σ' αυτή την περίπτωση έχει συντελεστεί η περιθωριοποίηση του ενός από τους δύο συζύγους και έχει παραβιαστεί το δίκαιο, που ζητάει να μην εμποδίζεται η επαγγελματική και η υπόλοιπη (προσωπική, συναισθηματική, κοινωνική κ.λπ.) δραστηριότητα του καθενός στη ρύθμιση του συζυγικού βίου – ως προς τις κοινές αποφάσεις - καθώς και να μην υπονομεύεται η αξία της προσωπικότητας του άλλου.
Ένα άλλο, μέγιστο θέμα αντιδικίας και συγκρούσεων είναι η προσφερόμενη συνεισφορά των παντρεμένων γυναικών στο σπίτι με την προσωπική τους εργασία και μάλιστα επί πλέον του ωραρίου της εργασίας. Αυτό δεν αναγνωριζόταν ως ισότιμη με του συζύγου συνεισφορά στα ζευγάρια παλιότερα, όταν πολύ λίγες γυναίκες απασχολούνταν εκτός σπιτιού. Ωστόσο, μερικές φορές ακόμη και σήμερα εμφανίζεται οξύτατο το ίδιο πρόβλημα, απλώς έχει άλλο πρόσωπο.

Για παράδειγμα, η σύζυγος που εργάζεται με μειωμένο ωράριο λόγω μητρότητας δεν θεωρείται ότι συνεισφέρει ισότιμα στο σπίτι, αλλά μάλλον ότι απολαμβάνει ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Όμως, αν στο ωράριο εργασίας προστεθούν και τα ψώνια που κάνει τρέχοντας κατά την επιστροφή, οι παιδικοί σταθμοί από όπου παίρνει τα βρέφη, το φαγητό που ετοιμάζεται όπως-όπως και τα
ρούχα που απλώνονται από τα πλυντήρια που έχουν μπει αποβραδίς, μέχρι να καταφθάσει ο σύζυγος, όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογίζονται στην προσφορά της και να θεωρείται ότι η προσφορά της είναι ισοδύναμη κάθε εργασίας που αποφέρει χρήματα. Φυσικά, αν ο σύζυγος κερδίζει περισσότερα χρήματα από τη σύζυγο, αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι "εργάζεται" περισσότερες ώρες, δηλ. περισσότερη εργασία - περισσότερα χρήματα - περισσότερη εξουσία.

Πρακτικά συχνά αυτό μεταφράζεται ως εξής: "όποιος κερδίζει περισσότερα έχει και μεγαλύτερο λόγο στη διαχείριση των χρημάτων”, ή υπάρχει η λογική "λίγα βγάζεις, λίγα παίρνεις". Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η παραβίαση του νόμου που ορίζει ότι στις υποχρεώσεις μεταξύ των συζύγων συμπεριλαμβάνεται η αμοιβαία τους υποχρέωση για διατροφή του ενός προς τον άλλον, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και εν γένει η συμβολή τους στα του "οίκου" τους. Το μέτρο της οικονομικής υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και ανάλογα με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση.
Έτσι, η σύζυγος νιώθει αδικημένη, γιατί δεν έχει συνυπολογιστεί η δική της συνεισφορά και διότι αξίζει να έχει
παραπάνω από αυτά που έχει μέσα στο σπίτι ή τουλάχιστον να έχει τα ίδια με όσα ο σύζυγος απολαμβάνει_ τότε, λοιπόν, αρχίζει η γκρίνια και το παράπονο και άκρη δεν βγαίνει.
Φυσικά υπάρχει και η περίπτωση της έλλειψης κάθε μέτρου, πιο συχνά εκ μέρους της συζύγου, που απαιτεί δαπάνες, έξοδα και τρόπο ζωής που είναι παντελώς έξω από τα μεγέθη που μπορούν να φθάσουν οι οικονομικοί προϋπολογισμοί, κατηγορώντας τον σύζυγο για ανικανότητα, για αποτυχία ή τσιγγουνιά, όταν δεν πραγματοποιούνται οι υπερβολικές επιθυμίες της.
Σ' αυτή την περίπτωση το μέτρο της υποχρέωσης για συμβολή στις κοινές ανάγκες δεν είναι λογικό αλλά υπερβολικό, έξω από τα όρια του νόμου, δηλαδή η εκπλήρωση των αναγκών ζητείται να μην είναι ανάλογη με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. ‘Όταν συμβαίνει κάτι από όλα αυτά η έγγαμη συμβίωση αρχίζει να αποδυναμώνεται και η σχέση του γάμου να παραπαίει.

Τι μπορεί να γίνει να γίνει δεκτό ως σύμφωνο με το πνεύμα του νόμου ;

1.-  Ισοτιμία μεταξύ εργασίας έξω από το σπίτι και εργασίας στο σπίτι.
2.-  Συνεισφορά ανάλογα με τη δυνατότητα του καθενός στις ανάγκες και στις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης.
3.- Οι απαιτήσεις του ενός από τον άλλον να είναι ανάλογες.

Οι παραπάνω προτάσεις είναι μερικές απλές και δίκαιες αρχές, που μπορεί να εξειδικευτούν για το κάθε ζευγάρι, να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν στην έγγαμη ζωή, κάνοντας τα πράγματα πιο καθαρά και γλιτώνοντας τους συζύγους από πολλές γκρίνιες, αντιδικίες και πικρίες.

Το κάθε ζευγάρι μπορεί να βρει το δικό του περιεχόμενο στις συμφωνίες που θα κάνει και στον τρόπο που θα τις υλοποιεί στην καθημερινή ζωή.


Βασιλική Πενταγίωτη - Δικηγόρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου